Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maggiorènne  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [madʤoˈrɛnne]

ενήλικος (άντρας ή γυναίκα)

maggiorènne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [madʤoˈrɛnne]

ενήλικος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maggiore maggiorente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maggiorato (επίθ.)
maggiorazione (θηλ.ουσ)
maggiordomo (ουσ αρσ )
maggiore (ουσ αρσ )
maggiore (επίθ.)
maggiorenne (ουσ αρσ και θηλ.)
maggiorenne (επίθ.)
maggiorente (ουσ αρσ )
maggiorità (θηλ.ουσ)
maggioritario (αρσ. επίθ και ουσ)
maggiormente (επίρ.)
magia (θηλ.ουσ)
magiaro (ουσ αρσ )
magiaro (επίθ.)
magicamente (επίρ.)
magico (επίθ.)
magio (ουσ αρσ )
magione (θηλ.ουσ)
magiostrina (θηλ.ουσ)
magistero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---