Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaggioràto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [madʤoˈrato] 1 αυξημένος 2 υπερμεγέθης 3 υπέρογκος 4 ανεβασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |