Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maggioràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [madʤoˈrato]

1 αυξημένος
2 υπερμεγέθης
3 υπέρογκος
4 ανεβασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maggiorata maggiorazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maggioranza (θηλ.ουσ)
maggiorare (ρ. μτβ.)
maggiorascato (ουσ αρσ )
maggiorasco (ουσ αρσ )
maggiorata (θηλ.ουσ)
maggiorato (επίθ.)
maggiorazione (θηλ.ουσ)
maggiordomo (ουσ αρσ )
maggiore (ουσ αρσ )
maggiore (επίθ.)
maggiorenne (ουσ αρσ και θηλ.)
maggiorenne (επίθ.)
maggiorente (ουσ αρσ )
maggiorità (θηλ.ουσ)
maggioritario (αρσ. επίθ και ουσ)
maggiormente (επίρ.)
magia (θηλ.ουσ)
magiaro (ουσ αρσ )
magiaro (επίθ.)
magicamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---