Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maggése  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [madˈʤese], [madˈʤeze]

έδαφος στην αγρανάπαυση

maggése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [madˈʤese], [madˈʤeze]

1 μαγιάτικος
2 ο του Μάη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maggesare maggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Magdeburgo (θηλ.ουσ)
Magellano (ουσ αρσ )
magenta (ουσ αρσ )
magenta (επίθ.)
maggesare (ρ. μτβ.)
maggese (ουσ αρσ )
maggese (επίθ.)
maggio (ουσ αρσ )
maggiociondolo (ουσ αρσ )
maggiolata (θηλ.ουσ)
maggiolino (ουσ αρσ )
maggiorana (θηλ.ουσ)
maggioranza (θηλ.ουσ)
maggiorare (ρ. μτβ.)
maggiorascato (ουσ αρσ )
maggiorasco (ουσ αρσ )
maggiorata (θηλ.ουσ)
maggiorato (επίθ.)
maggiorazione (θηλ.ουσ)
maggiordomo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---