ItalianoGreco


magazzìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [magadˈdzino]

το κατάστημα, το μαγαζί, η αποθήκη


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


grande magazzino [αρσ.] = μεγάλο κατάστημα, τα πολυκαταστήματα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---