Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


magazzìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [magadˈdzino]

το κατάστημα, το μαγαζί, η αποθήκη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  magazziniere Magdeburgo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


grande magazzino [αρσ.] = μεγάλο κατάστημα, τα πολυκαταστήματα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

magari (σύνδ.)
magari (επίρ.)
magari (επιφ.)
magazzinaggio (ουσ αρσ )
magazziniere (ουσ αρσ )
magazzino (ουσ αρσ )
Magdeburgo (θηλ.ουσ)
Magellano (ουσ αρσ )
magenta (ουσ αρσ )
magenta (επίθ.)
maggesare (ρ. μτβ.)
maggese (ουσ αρσ )
maggese (επίθ.)
maggio (ουσ αρσ )
maggiociondolo (ουσ αρσ )
maggiolata (θηλ.ουσ)
maggiolino (ουσ αρσ )
maggiorana (θηλ.ουσ)
maggioranza (θηλ.ουσ)
maggiorare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---