Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mafióso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maˈfjoso], [maˈfjozo]

1 φιγουρατζής
2 μαφιόζος

mafióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [maˈfjoso], [maˈfjozo]

στενά συνδεδεμένος με τη Μαφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mafia maga  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maestria (θηλ.ουσ)
maestro (ουσ αρσ )
maestro (επίθ.)
maffia (θηλ.ουσ)
mafia (θηλ.ουσ)
mafioso (ουσ αρσ )
mafioso (επίθ.)
maga (θηλ.ουσ)
magagna (θηλ.ουσ)
magagnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
magari (σύνδ.)
magari (επίρ.)
magari (επιφ.)
magazzinaggio (ουσ αρσ )
magazziniere (ουσ αρσ )
magazzino (ουσ αρσ )
Magdeburgo (θηλ.ουσ)
Magellano (ουσ αρσ )
magenta (ουσ αρσ )
magenta (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---