Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maestrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maesˈtria]

1 καπατσοσύνη
2 δεξιοτεχνία
3 κυριαρχία
4 επιδεξιότητα
5 ανωτερότητα
6 μαστοριά
7 μαεστρία
8 υπεροχή στην τέχνη
9 τέλεια γνώση
10 δεξιοχειρία
11 δεξιοσύνη
12 επιδεξιοσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maestranza maestro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maestosità (θηλ.ουσ)
maestoso (επίθ. e επίρ.)
maestra (θηλ.ουσ)
maestrale (ουσ αρσ )
maestranza (θηλ.ουσ)
maestria (θηλ.ουσ)
maestro (ουσ αρσ )
maestro (επίθ.)
maffia (θηλ.ουσ)
mafia (θηλ.ουσ)
mafioso (ουσ αρσ )
mafioso (επίθ.)
maga (θηλ.ουσ)
magagna (θηλ.ουσ)
magagnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
magari (σύνδ.)
magari (επίρ.)
magari (επιφ.)
magazzinaggio (ουσ αρσ )
magazziniere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---