Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maèstra, maéstra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maˈɛstra], [maˈestra]

1 κεντρικό πανί ιστιοφόρου
2 δασκάλα
3 μαΐστρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maestoso maestrale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

madrina (θηλ.ουσ)
maestà (θηλ.ουσ)
maestosamente (επίρ.)
maestosità (θηλ.ουσ)
maestoso (επίθ. e επίρ.)
maestra (θηλ.ουσ)
maestrale (ουσ αρσ )
maestranza (θηλ.ουσ)
maestria (θηλ.ουσ)
maestro (ουσ αρσ )
maestro (επίθ.)
maffia (θηλ.ουσ)
mafia (θηλ.ουσ)
mafioso (ουσ αρσ )
mafioso (επίθ.)
maga (θηλ.ουσ)
magagna (θηλ.ουσ)
magagnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
magari (σύνδ.)
magari (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---