Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maestóso  
επίθετο e επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [maesˈtoso], [maesˈtozo]

1 ολύμπιος
2 ηγεμονικός
3 αρχοντικός
4 μεγαλοπρεπής
5 μεγαλόπρεπος
6 πομπώδης
7 επιβλητικός
8 ιεροπρεπής
9 επιβλητικός (μουσική)
10 εντυπωσιακός
11 μεγαλοπρεπής (στην μουσική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maestosità maestra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

madrileno (επίθ.)
madrina (θηλ.ουσ)
maestà (θηλ.ουσ)
maestosamente (επίρ.)
maestosità (θηλ.ουσ)
maestoso (επίθ. e επίρ.)
maestra (θηλ.ουσ)
maestrale (ουσ αρσ )
maestranza (θηλ.ουσ)
maestria (θηλ.ουσ)
maestro (ουσ αρσ )
maestro (επίθ.)
maffia (θηλ.ουσ)
mafia (θηλ.ουσ)
mafioso (ουσ αρσ )
mafioso (επίθ.)
maga (θηλ.ουσ)
magagna (θηλ.ουσ)
magagnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
magari (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---