Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaèstro, maéstro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [maˈɛstro], [maˈestro] ο δάσκαλος, η δασκάλα maèstro, maéstro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [maˈɛstro], [maˈestro] 1 αριστουργηματικός 2 δεξιοτέχνης 3 διδασκαλικός 4 δεξιοτεχνικός 5 ικανός 6 μαστορικός 7 αριστοτεχνικός 8 κομψοτεχνικός 9 επιδέξιος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmaestra [θηλ.] d'asilo = η νηπιαγωγός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |