Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


madrigalìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [madrigaˈlista]

συνθέτης μαδριγαλίων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  madrigalesco madrileno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

madreselva (θηλ.ουσ)
madrevite (θηλ.ουσ)
madrigale (ουσ αρσ )
madrigaleggiare (ρ.αμτβ.)
madrigalesco (επίθ.)
madrigalista (ουσ αρσ και θηλ.)
madrileno (ουσ αρσ )
madrileno (επίθ.)
madrina (θηλ.ουσ)
maestà (θηλ.ουσ)
maestosamente (επίρ.)
maestosità (θηλ.ουσ)
maestoso (επίθ. e επίρ.)
maestra (θηλ.ουσ)
maestrale (ουσ αρσ )
maestranza (θηλ.ουσ)
maestria (θηλ.ουσ)
maestro (ουσ αρσ )
maestro (επίθ.)
maffia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---