Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


madrevìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,madreˈvite]

1 βιδολόγος (εργαλείο)
2 θηλυκό σπείρωμα
3 βίδα με παξιμάδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  madreselva madrigale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

madreperla (επίθ.)
madreperlaceo (επίθ.)
madrepora (θηλ.ουσ)
madreporico (επίθ.)
madreselva (θηλ.ουσ)
madrevite (θηλ.ουσ)
madrigale (ουσ αρσ )
madrigaleggiare (ρ.αμτβ.)
madrigalesco (επίθ.)
madrigalista (ουσ αρσ και θηλ.)
madrileno (ουσ αρσ )
madrileno (επίθ.)
madrina (θηλ.ουσ)
maestà (θηλ.ουσ)
maestosamente (επίρ.)
maestosità (θηλ.ουσ)
maestoso (επίθ. e επίρ.)
maestra (θηλ.ουσ)
maestrale (ουσ αρσ )
maestranza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---