Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmadrepòrico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [madreˈpɔriko] 1 ο σε σχήμα μαδρεπόρου 2 κοραλλένιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |