Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmadrepèrla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,madreˈpɛrla] το φίλντισι madrepèrla επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,madreˈpɛrla] 1 μαργαρώδης 2 σιντεφένιος 3 φιλντισένιος 4 μαργαριταρένιος 5 σεντεφένιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |