Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmadreggiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [madredˈʤare] 1 φέρομαι (είμαι) σαν μητέρα 2 μοιάζω με τη μητέρα μου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |