Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlottizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [lottiddzatˈtsjone] 1 καταμερισμός 2 απονομή λείας 3 διανομή λαφύρων 4 διανομή 5 διαμοιρασμός 6 διαμερισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |