Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlɔtto]

το λαχείο, η λοταρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lottizzazione lozione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lottare (ρ.αμτβ.)
lottatore (ουσ αρσ )
lotteria (θηλ.ουσ)
lottizzare (ρ. μτβ.)
lottizzazione (θηλ.ουσ)
lotto (ουσ αρσ )
lozione (θηλ.ουσ)
lubricità (θηλ.ουσ)
lubrico (επίθ.)
lubrificante (ουσ αρσ )
lubrificante (επίθ.)
lubrificare (ρ. μτβ.)
lubrificativo (επίθ.)
lubrificatore (ουσ αρσ )
lubrificatore (επίθ.)
lubrificazione (θηλ.ουσ)
Luca (κύρ.όν. αρσ.)
lucchetto (ουσ αρσ )
luccicante (επίθ.)
luccicare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---