Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlubrificàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [lubrifiˈkare] 1 λαδώνω με λάδι μηχανής 2 αλείφω με λίπος 3 λαδώνω με λιπαντικό-γράσο 4 λιπαίνω 5 γρασάρω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |