Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlucènte
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [luˈʧɛnte] 1 αστραφτερός 2 εκθαμβωτικός 3 λαμπερός 4 αστραποβόλος 5 λαμπρός 6 αγλαός 7 ακτινοβόλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |