Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lucèrna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [luˈʧɛrna]

1 καπελάκι καθολικών ιερέων
2 λάμπα λαδιού
3 τρίκοχο καπέλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lucentezza lucernario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

luccio (ουσ αρσ )
lucciola (θηλ.ουσ)
luce (θηλ.ουσ)
lucente (αρσ. επίθ και ουσ)
lucentezza (θηλ.ουσ)
lucerna (θηλ.ουσ)
lucernario (ουσ αρσ )
lucertola (θηλ.ουσ)
lucherino (ουσ αρσ )
lucia (θηλ.ουσ)
luciano (αρσ. επίθ και ουσ)
lucidalabbra (ουσ αρσ )
lucidare (ρ. μτβ.)
lucidatore (ουσ αρσ )
lucidatrice (θηλ.ουσ)
lucidatura (θηλ.ουσ)
lucidezza (θηλ.ουσ)
lucidista (ουσ αρσ και θηλ.)
lucidità (θηλ.ουσ)
lucido (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---