Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlucidità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [luʧidiˈta] 1 διαύγεια πνεύματος 2 ικανότητα αντίληψης αλήθειας 3 διαύγεια 4 σαφήνεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |