Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlucratìvo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [lukraˈtivo] 1 προσοδοφόρος 2 ανταποδοτικός 3 κερδοφόρος 4 επικερδής 5 πολυκερδής 6 αποδοτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |