Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlùcro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈlukro] το κέρδος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa scopo di lucro = με σκοπό το κέρδος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |