Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lùcro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlukro]

το κέρδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lucrativo lucroso  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a scopo di lucro = με σκοπό το κέρδος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lucioperca (θηλ.ουσ)
lucore (ουσ αρσ )
lucrabile (επίθ.)
lucrare (ρ. μτβ.)
lucrativo (επίθ.)
lucro (ουσ αρσ )
lucroso (επίθ.)
luculliano (επίθ.)
luddismo (ουσ αρσ )
luddista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ludibrio (ουσ αρσ )
ludico (επίθ.)
ludione (ουσ αρσ )
ludo (ουσ αρσ )
ludoterapia (θηλ.ουσ)
lue (θηλ.ουσ)
luetico (ουσ αρσ )
luetico (επίθ.)
luffa (θηλ.ουσ)
lugliatico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---