Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlùffa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈluffa] φυτό luffa cylindrica από το οποίο φτιάχνονται σπόγγοι για τα πιάτα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |