ItalianoGreco


luì  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [luˈi]

1 τρυποφράκτης
2 κουφαηδόνι (πουλί)
3 κομπογιάννης (πουλί)
4 συλβία (οικογένεια πτηνών)
5 τρωγλοδύτης (πουλί)

lùi  
προσωπική αντωνυμία

Προσφορά I.P.A.: [luj]

αυτός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---