Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lumeggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [lumedˈʤare]

1 υπερτονίζω
2 τονίζω
3 ρίχνω φως
4 ρίχνω ισχυρό φως
5 φωτίζω
6 διαφωτίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lumeggiamento lumen  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lumacone (ουσ αρσ )
lumaio (ουσ αρσ )
lume (ουσ αρσ )
lumi (ουσ αρσ πληθ.)
lumeggiamento (ουσ αρσ )
lumeggiare (ρ. μτβ.)
lumen (ουσ αρσ )
lumenora (ουσ αρσ )
lumicino (ουσ αρσ )
lumiera (θηλ.ουσ)
luminanza (θηλ.ουσ)
luminare (ουσ αρσ )
luminaria (θηλ.ουσ)
luminello (ουσ αρσ )
luminescente (επίθ.)
luminescenza (θηλ.ουσ)
luministica (θηλ.ουσ)
lumino (ουσ αρσ )
luminosamente (επίρ.)
luminosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---