Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


luminèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lumiˈnɛllo]

καντηλήθρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  luminaria luminescente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lumicino (ουσ αρσ )
lumiera (θηλ.ουσ)
luminanza (θηλ.ουσ)
luminare (ουσ αρσ )
luminaria (θηλ.ουσ)
luminello (ουσ αρσ )
luminescente (επίθ.)
luminescenza (θηλ.ουσ)
luministica (θηλ.ουσ)
lumino (ουσ αρσ )
luminosamente (επίρ.)
luminosità (θηλ.ουσ)
luminoso (επίθ.)
luna (θηλ.ουσ)
lunale (ουσ αρσ )
luna–park (ουσ αρσ )
lunare (επίθ.)
lunaria (θηλ.ουσ)
lunario (ουσ αρσ )
lunatico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---