Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lùna–pàrk  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lunaˈpark]

λούνα παρκ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lunale lunare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

luminosamente (επίρ.)
luminosità (θηλ.ουσ)
luminoso (επίθ.)
luna (θηλ.ουσ)
lunale (ουσ αρσ )
luna–park (ουσ αρσ )
lunare (επίθ.)
lunaria (θηλ.ουσ)
lunario (ουσ αρσ )
lunatico (ουσ αρσ )
lunatico (επίθ.)
lunato (αρσ. επίθ και ουσ)
lunauta (ουσ αρσ και θηλ.)
lunazione (θηλ.ουσ)
lunedì (ουσ αρσ )
lunetta (θηλ.ουσ)
lunga (θηλ.ουσ)
lungaggine (θηλ.ουσ)
lungagnata (θηλ.ουσ)
lungamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---