Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόluminosità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [luminosiˈta] 1 άνοιγμα διαφράγματος φωτογραφικής μηχανής (ρύθμιση) 2 λάμψη 3 φωτεινότητα 4 φωτοβολία 5 λαμπρότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |