Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlùmen
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈlumen] μονάδα φωτεινής έντασης (lumen) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |