ItalianoGreco


lumàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [luˈmajo]

1 πωλητής λαμπών
2 κατασκευαστής λυχναριών
3 επιδιορθωτής λαμπών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---