Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lùglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈluʎʎo]

ο Ιούλιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lugliatico lugubre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lue (θηλ.ουσ)
luetico (ουσ αρσ )
luetico (επίθ.)
luffa (θηλ.ουσ)
lugliatico (επίθ.)
luglio (ουσ αρσ )
lugubre (επίθ.)
lugubremente (επίρ.)
luì (ουσ αρσ )
lui (προσωπ. αντων.)
luigi (ουσ αρσ )
luisa (θηλ.ουσ)
lumaca (θηλ.ουσ)
lumachella (θηλ.ουσ)
lumacone (ουσ αρσ )
lumaio (ουσ αρσ )
lume (ουσ αρσ )
lumi (ουσ αρσ πληθ.)
lumeggiamento (ουσ αρσ )
lumeggiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---