Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ludìbrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [luˈdibrjo]

1 ρεζίλι
2 διακωμώδηση
3 εμπαιγμός
4 χλεύη
5 παρωδία
6 κοροὶδία
7 νούμερο
8 γελοιοποίηση
9 ρεζίλεμα
10 περιγέλαστος
11 περίγελος
12 ρεζίλης
13 μπαίγνιο
14 μασκαραλίκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  luddista ludico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lucro (ουσ αρσ )
lucroso (επίθ.)
luculliano (επίθ.)
luddismo (ουσ αρσ )
luddista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ludibrio (ουσ αρσ )
ludico (επίθ.)
ludione (ουσ αρσ )
ludo (ουσ αρσ )
ludoterapia (θηλ.ουσ)
lue (θηλ.ουσ)
luetico (ουσ αρσ )
luetico (επίθ.)
luffa (θηλ.ουσ)
lugliatico (επίθ.)
luglio (ουσ αρσ )
lugubre (επίθ.)
lugubremente (επίρ.)
luì (ουσ αρσ )
lui (προσωπ. αντων.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---