Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlucràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [luˈkrare] 1 αποκτώ χρήμα 2 κερδίζω 3 κάνω χρήματα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |