Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlucìgnolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [luˈʧiɲɲolo] 1 θρυαλλίδα 2 λουμίνι 3 φιτίλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |