Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lùce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈluʧe]

το φως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lucciola lucente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


luci [θηλ. πλυθ.] di posizione = τα μικρά φώτα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

luccicare (ρ.αμτβ.)
luccichio (ουσ αρσ )
luccicone (ουσ αρσ )
luccio (ουσ αρσ )
lucciola (θηλ.ουσ)
luce (θηλ.ουσ)
lucente (αρσ. επίθ και ουσ)
lucentezza (θηλ.ουσ)
lucerna (θηλ.ουσ)
lucernario (ουσ αρσ )
lucertola (θηλ.ουσ)
lucherino (ουσ αρσ )
lucia (θηλ.ουσ)
luciano (αρσ. επίθ και ουσ)
lucidalabbra (ουσ αρσ )
lucidare (ρ. μτβ.)
lucidatore (ουσ αρσ )
lucidatrice (θηλ.ουσ)
lucidatura (θηλ.ουσ)
lucidezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---