Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlubricità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [lubriʧiˈta] 1 ακολασία 2 ολισθηρότητα 3 λαγνεία 4 ασέλγεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |