Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lubrificànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lubrifiˈkante]

το λιπαντικό

lubrificànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lubrifiˈkante]

λιπαντικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lubrico lubrificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lottizzazione (θηλ.ουσ)
lotto (ουσ αρσ )
lozione (θηλ.ουσ)
lubricità (θηλ.ουσ)
lubrico (επίθ.)
lubrificante (ουσ αρσ )
lubrificante (επίθ.)
lubrificare (ρ. μτβ.)
lubrificativo (επίθ.)
lubrificatore (ουσ αρσ )
lubrificatore (επίθ.)
lubrificazione (θηλ.ουσ)
Luca (κύρ.όν. αρσ.)
lucchetto (ουσ αρσ )
luccicante (επίθ.)
luccicare (ρ.αμτβ.)
luccichio (ουσ αρσ )
luccicone (ουσ αρσ )
luccio (ουσ αρσ )
lucciola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---