Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlùbrico, lubrìco
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈlubriko], [luˈbriko] 1 ακόλαστος 2 γλιστερός 3 λάγνος 4 ολισθηρός 5 ασελγής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |