Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lubrificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lubrifikatˈtsjone]

1 λάδωμα
2 γρασάρισμα
3 λίπανση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lubrificatore Luca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lubrificante (επίθ.)
lubrificare (ρ. μτβ.)
lubrificativo (επίθ.)
lubrificatore (ουσ αρσ )
lubrificatore (επίθ.)
lubrificazione (θηλ.ουσ)
Luca (κύρ.όν. αρσ.)
lucchetto (ουσ αρσ )
luccicante (επίθ.)
luccicare (ρ.αμτβ.)
luccichio (ουσ αρσ )
luccicone (ουσ αρσ )
luccio (ουσ αρσ )
lucciola (θηλ.ουσ)
luce (θηλ.ουσ)
lucente (αρσ. επίθ και ουσ)
lucentezza (θηλ.ουσ)
lucerna (θηλ.ουσ)
lucernario (ουσ αρσ )
lucertola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---