Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlottatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lottaˈtore] 1 παλαιστής 2 μαχητής 3 αγωνιστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |