Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlòtta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈlɔtta] ο αγώνας, η πάλη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαlotta [θηλ.] libera = η ελεύθερη πάλη Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |