Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlossodromìa, lossodròmia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [lossodroˈmia], [lossoˈdrɔmja] 1 ισογώνια γραμμή με μεσημβρινούς 2 λοξοδρομία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |