Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόghìgno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgiɲɲo] 1 σαρδόνιο πλατύ μειδίαμα 2 σαρκασμός 3 χλευασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |