ItalianoGreco


ghirigòro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [giriˈgɔro]

1 μουντζούρες που κάνει κάποιος στο χαρτί από αμηχανία
2 ανόητο γράψιμο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---