Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giàcca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤakka]

1 (da uomo) το σακκάκι
2 (da donna) η ζακέτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  già giacché  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


giacca [θηλ.] a vento = το αντιανεμικό μπουφάν


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ghiro (ουσ αρσ )
ghironda (θηλ.ουσ)
ghisa (θηλ.ουσ)
gi (ουσ αρσ και θηλ.)
già (επίρ.)
giacca (θηλ.ουσ)
giacché (σύνδ.)
giacchetta (θηλ.ουσ)
giacchio (ουσ αρσ )
giaccone (ουσ αρσ )
giacente (επίθ.)
giacenza (θηλ.ουσ)
giacere (ρ.αμτβ.)
giaciglio (ουσ αρσ )
giacimento (ουσ αρσ )
giacinto (ουσ αρσ )
giacitura (θηλ.ουσ)
giaco (ουσ αρσ )
giacobinismo (ουσ αρσ )
giacobino (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---