ItalianoGreco


giàcca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤakka]

1 (da uomo) το σακκάκι
2 (da donna) η ζακέτα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


giacca [θηλ.] a vento = το αντιανεμικό μπουφάν



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---