Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giàco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤako]

θώρακας αλυσιδωτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giacitura giacobinismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giacere (ρ.αμτβ.)
giaciglio (ουσ αρσ )
giacimento (ουσ αρσ )
giacinto (ουσ αρσ )
giacitura (θηλ.ουσ)
giaco (ουσ αρσ )
giacobinismo (ουσ αρσ )
giacobino (αρσ. επίθ και ουσ)
giaconetta (θηλ.ουσ)
giaculatoria (θηλ.ουσ)
giada (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
giaggiolo (ουσ αρσ )
giaguaro (ουσ αρσ )
giaietto (ουσ αρσ )
gialappa (θηλ.ουσ)
giallastro (αρσ. επίθ και ουσ)
gialliccio (επίθ.)
giallista (ουσ αρσ και θηλ.)
giallistica (θηλ.ουσ)
giallo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---