Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ghìro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgiro]

1 ασπάλακας εδώδιμος Glis glis
2 τυφλοπόντικας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ghirlanda ghironda  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dormire come un ghiro = κοιμάμαι βαθειά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ghiozzo (ουσ αρσ )
ghirba (θηλ.ουσ)
ghiribizzo (ουσ αρσ )
ghirigoro (ουσ αρσ )
ghirlanda (θηλ.ουσ)
ghiro (ουσ αρσ )
ghironda (θηλ.ουσ)
ghisa (θηλ.ουσ)
gi (ουσ αρσ και θηλ.)
già (επίρ.)
giacca (θηλ.ουσ)
giacché (σύνδ.)
giacchetta (θηλ.ουσ)
giacchio (ουσ αρσ )
giaccone (ουσ αρσ )
giacente (επίθ.)
giacenza (θηλ.ουσ)
giacere (ρ.αμτβ.)
giaciglio (ουσ αρσ )
giacimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---