ItalianoGreco


ghiribìzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [giriˈbiddzo], [giriˈbittso]

1 ιδιοτροπία
2 λόξα
3 ξαφνική ιδέα ή επιθυμία
4 καπρίτσιο
5 παραξενιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---