Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόghiottóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gjotˈtone] 1 αδηφάγος (ζώο) Gulo luscus 2 αδηφάγος (ζώο) Gulo gulo 3 φαταούλας 4 αδηφάγος άνθρωπος 5 καλοφαγάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |