Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόghìnda
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈginda] 1 συσκευή ανύψωσης 2 βίντζι 3 παλάγκο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |